Συνέντευξη στον Γιάννη Σκαραγκά
Πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, ο Γιάννης Σκαραγκάς έχει στο ενεργητικό του πέντε βιβλία. Έχει εργαστεί για πάνω από μία δεκαετία στον χώρο της τηλεόρασης (Mega, Alpha) υπογράφοντας πέντε σειρές, αλλά και στον κινηματογράφο. Σήμερα θα τον γνωρίσουμε καλύτερα με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του Τρία Θεατρικά (εκδόσεις Κριτική, 2015):
Μπορείς να μας πεις δυο λόγια για τα Τρία Θεατρικά, που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Κριτική; Συνδέονται μεταξύ τους αυτά τα τρία έργα, υπάρχει συνοχή; Μας αποκαλύπτουν κάτι με τη συνύπαρξή τους;
Πρόκειται για ιστορίες που διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους, από το 1896 μέχρι την ελληνική οικονομική κρίση των ημερών μας. Οι βασικοί ήρωές τους είναι η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος (Στα πόδια), ο άγγλος ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ (Αυτοί που περπατούν στα σύννεφα) και μια σύγχρονη γυναίκα μέσα στην ελληνική οικονομική κρίση (Η εποχή του κυνηγιού). Αυτό που συνδέει τις τρεις ιστορίες είναι η πίστη στα σημάδια που αφήνουν οι ζωές των ανθρώπων, το ενδεχόμενο να συγχωρεθούμε και να ζήσουμε για πάντα στην προσδοκία των ανθρώπων που μας πρόσεξαν. Είναι ενδεικτικό το απόσπασμα στην Εποχή του κυνηγιού: «Είναι μέχρι να βρεις τον άνθρωπό σου, αυτόν που ξέρεις ότι είναι δικός σου, αλλά δεν θα τον έχεις ποτέ. Κοιτάς γύρω σου και μαθαίνεις να τα βλέπεις όλα μισά. Κρατάς κάτις για εκείνον, όχι επειδή θα έρθει, αλλά γιατί προσπαθείς να δεις τον κόσμο με το βλέμμα του».
Για ποιο λόγο γράφεις;
Επειδή είναι η μοναδική μου ικανότητα που μπορεί να εξηγήσει το ποιος είμαι μέσα στον κόσμο αλλά και να εξηγήσει τον κόσμο σε μένα.
Η λογοτεχνία έχει τον τρόπο της να καθορίσει τη ζωή μας. Υπάρχει κάποιο βιβλίο που καθόρισε τη δική σου;
Πολλά. Δεν θα μπορούσε να είναι μόνο ένα. Είναι σημαντικές οι μεγάλες ιδέες που διατυπώνει η λογοτεχνία, αλλά είναι εξίσου σημαντικός ο τρόπος που ερμηνεύει την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από μια ακόμα απορία, μέσα από μια ακόμα οπτική γωνία και περίπτωση. Αυτό είναι που με συγκλονίζει ως βιβλιόφιλο: ο κόσμος μας μπορεί και να υπάρχει ακόμα γιατί δεν βαρεθήκαμε να λέμε την ιστορία του.
Ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα φράση που έχεις ακούσει ποτέ;
«Μέσα τους όλοι ξέρουν. Ό,τι και αν παριστάνουν, ξέρουν».
Είναι για μένα η επιτομή της κουλτούρας του υπόρρητου και των μυστικών, του ελληνικού χαρακτήρα με τα αξιοθαύμαστα και τα ντροπιαστικά του χαρακτηριστικά. Η συναίνεση στην υποκρισία και συγχρόνως —αυτό που συγκινεί εμένα— μια ομολογία συνενοχής, ότι ποτέ δεν θα ξέρουμε την ακριβή αλήθεια για αυτό που είναι ο κόσμος στα μάτια μας, για αυτά που μας αποκρύπτει και του αποκρύπτουμε, και για αυτόν ακριβώς το λόγο θα επιδιδόμαστε σε αμέτρητα λάθη και αμέτρητες ερμηνείες.
Τι θα άλλαζες από τον κόσμο μας; Υπάρχει κάτι που σε θυμώνει;
Με θυμώνουν διάφορα πράγματα, ένα από τα οποία είναι το ότι δεν μπορώ να αλλάξω αυτά που με απελπίζουν.
Αν σου ζητούσαν να χαρακτηρίσεις τον εαυτό σου με ένα βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό;
Τον τελευταίο χρόνο, ζώντας στη Γερμανία και την Ελβετία, θα με έβλεπα μάλλον ανάμεσα στους χαρακτήρες του Γκίντερ Γκρας και του Ρόμπερτ Βάλζερ.
Θυμάσαι ποιο ήταν το συναίσθημά σου όταν πρωτοείδες βιβλίο σου στις προθήκες των βιβλιοπωλείων; Γράφεις πια με την ίδια προσμονή;
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν η Επιφάνεια, πριν από δεκαπέντε χρόνια, και είχε καθυστερήσει τόσο η έκδοσή του σε σχέση με την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά στην οποία είχε μεταφερθεί και παιζόταν ήδη, που όταν κυκλοφόρησε, ένιωσα περισσότερο ανακούφιση παρά την έκσταση της πρώτης φοράς. Είτε πρόκειται όμως για βιβλίο μου, είτε για την πρεμιέρα κάποιου έργου μου στο θέατρο, την πρεμιέρα κάποιας τηλεοπτικής μου σειράς στο παρελθόν, είτε ακόμα και για την κυκλοφορία κάποιου διηγήματός μου σε ένα από τα αμερικανικά περιοδικά με τα οποία συνεργάζομαι, είναι η ίδια στιγμιαία, θρησκευτική σχεδόν εμπειρία: ότι είσαι τόσο γυμνός και ευάλωτος στα μάτια του κόσμου, που δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να του κρυφτείς.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής σου πορείας, υπάρχει κάποιος/α συγγραφέας που γνωρίζοντάς τον σε κέρδισε για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή;
Ο αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ, ο οποίος υπήρξε πρακτικά ένα είδος μέντορα για μένα στις ΗΠΑ. Χαθήκαμε για πολλά χρόνια και φέτος, χωρίς κανείς στην Ελλάδα να γνωρίζει την επαφή μας, μου ζήτησαν από τις εκδόσεις της Εστίας που τον μετέφρασαν να τον παρουσιάσω στην 13η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Καθόμασταν λοιπόν ένα απόγευμα απέναντι από τον Λευκό Πύργο, και σε μία εγκάρδια αναδρομή στα παλιά, τον ρώτησα κάτι πολύ προσωπικό, οδυνηρά προσωπικό, και ένιωσα την ευγνωμοσύνη του που του έκανα αυτή την ερώτηση. Κάποτε δεν θα ήθελα να τον ρωτήσω κάτι τέτοιο, δεν θα άντεχα πιθανώς, όπως επίσης κάποτε ούτε εκείνος θα μου έδινε την προσωπική απάντηση που μου έδωσε. Ο Πλαντ θεωρούσε πάντα δικαίωμά του να κάνει ερωτήσεις για τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, και αυτό μου έμαθε. Και μετά συμπλήρωσα μόνος μου με πόση προσοχή και τρυφερότητα γίνονται αυτές τις ερωτήσεις.
Πώς χειρίζεσαι την έμπνευσή σου; Τι ρόλο παίζει το ένστικτο;
Νομίζω ότι μόνο το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει ή διαψεύδει και την έμπνευση και το ένστικττο.
Υπάρχει ίσως ένα κλασικό βιβλίο που δεν το έχεις διαβάσει και νιώθεις άσχημα γι’ αυτό;
Η Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Έχεις κάποιο «μότο» που ακολουθείς στη ζωή σου και θα ήθελες να μοιραστείς με τους αναγνώστες μας;
Θα αναφερθώ στο βιβλίο μου, στο φινάλε του έργου Στα πόδια:
«Δεν θα πεθάνουμε από γηρατειά, αγάπη μου. Από ομορφιά θα πεθάνουμε. Για να προλάβουμε να την αρπάξουμε προτού μας τη στερήσει η ζωή».
Στις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορεί και το μυθιστόρημά του Ο ουρανός που ονειρεύτηκες.
** Η παράσταση του Γιάννη Σκαραγκά Η εποχή του κυνηγιού ανεβαίνει και πάλι στη σκηνή! Από τις 6 Ιουνίου και για όλο τον μήνα στα Γιάννενα. Περισσότερα εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου