Συνέντευξη στον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη
«H μετάφραση του Η σκούπα και το σύστημα είναι ένα κομβικό σημείο τόσο στη δουλειά μου όσο και στη ζωή μου».
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γεννήθηκε το 1960. Είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας, μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων. Πρόσφατα εκδόθηκαν τα βιβλία του Κόκκινες νύχτες, Βορειοδυτικό πέρασμα και Guy Debord. Το μυθιστόρημα Η σκούπα και το σύστημα (εκδόσεις Κριτική, 2016) του David Foster Wallace το οποίο και μετέφρασε εξαιρετικά, ήταν μια απολαυστική ανάγνωση. Τι καλύτερο από το να μιλήσουμε με τον ίδιο για αυτό το πολύ ιδιαίτερο βιβλίο και τη διαδικασία μετάφρασής του;
Πριν από λίγους μήνες, είχαμε διαβάσει στο Lit Hub τη συνέντευξη του Κώστα Καλτσά με αφορμή την ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα μετάφραση του Infinite Jest του David Foster Wallace στα ελληνικά. Πώς ήταν η δική σας μεταφραστική εμπειρία για τη Σκούπα και το σύστημα και ποιες οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;
Όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισα, και δεν ήταν λίγες, η απόλαυση της μετάφρασης τις αντιστάθμισε, κι έτσι η κόπωση ξεχνιόταν σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιζόταν. Αυτό το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, οι αφηγητές και τα στυλ εναλλάσσονται ταχέως, κι έτσι όφειλα διαρκώς να προσαρμόζομαι σε διαφορετικούς ρυθμούς λόγου.
Θα ήταν υπερβολή αν θα χαρακτηρίζαμε τη μετάφραση του βιβλίου αυτού έναν σταθμό στη μεταφραστική σας καριέρα;
Δεν θεωρώ καριέρα τη μεταφραστική μου δραστηριότητα. Πρόκειται για κάτι που άρχισε πριν από πολλά χρόνια σε συνθήκες παιγνιώδεις, εραστιτεχνικά και από αγάπη για ορισμένους ποιητές και συγγραφείς. Μεταφράζαμε μανιωδώς, κάποιοι φίλοι κι εγώ, κείμενα που μας αναστάτωναν και μας έκαναν να παίρνουμε τους δρόμους. Επρόκειτο κυρίως για γραπτά της Beat Generation (του Kerouac, του Ginsberg, και του Burroughs) καθώς και της Internationale Situationniste. Με τα χρόνια, το πράγμα έγινε κάτι σαν επάγγελμα, ένα είδος δημιουργικού βιοπορισμού. Πάντως, για λόγους προσωπικούς, και ιδιαίτερα περιπετειώδεις, η μετάφραση του Η σκούπα και το σύστημα είναι ένα κομβικό σημείο τόσο στη δουλειά μου όσο και στη ζωή μου.
Υπάρχει κάποια από τις αναρίθμητες ιστορίες του Ρικ προς τη Λινόρ που να έχετε ξεχωρίσει;
Και οι εφτά είναι υπέροχες, για να θυμηθώ εκείνο το παλιό ανοξείδωτο γουέστερν. Και μέσα από το ξέφρενο χιούμορ τους δείχνουν πολλά για την κοινωνία στην οποία ζούμε. Όλη η ανοησία, ο παραλογισμός, η μοναξιά, το μοναχικό πλήθος, η παράνοια, το ευάλωτο των σχέσεων, οι εσωτερικοί διχασμοί, η ματαιοδοξία, και τόσα άλλα, κλείνονται με εμπρηστικό χιούμορ στις ιστορίες αυτές. Ίσως είναι ο πυρήνας του μυθιστορήματος, το κλειδί που ξεκλειδώνει τη φιλοσοφία του Wallace.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο;
Θα το έλεγα καλειδοσκόπιο. Ένα πολυπρισματικό τέχνημα που αφήνει να φανούν, μέσα από την ευφυέστατη παραμόρφωσή τους, πολλά από τα δεινά της εποχής. Βέβαια, ο Wallace, καίτοι αδυσώπητα κριτικός απέναντι σε όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας, παραμένει πάντα ένας βαθύτατος ανθρωπιστής, ένας υπέρμαχος του Καλού, ένας θερμός θιασώτης του «χάρτη της τρυφερότητας». Επίσης, θα έλεγα ότι αποτελεί την έκβαση της πρώτης θαρραλέας του προσπάθειας να αναμετρηθεί με τους μεγάλους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους που προηγήθηκαν και τον καθόρισαν, ιδίως με τον Thomas Pynchon και τον Don DeLillo, μια αναμέτρηση που τελικά είχε το αίσιο αποτέλεσμα να ανανεωθεί δυνατά το μυθιστορηματικό είδος.
Υπάρχουν πλέον πολλοί αναγνώστες του Wallace και στην Ελλάδα. Ποια τρία βιβλία θα τους προτείνατε να διαβάσουν μετά από αυτό και πώς θα χαρακτηρίζατε το κοινό αυτό, έχετε ξεκάθαρη εικόνα;
Θα πρότεινα να διαβάσουν την Αμερικανική Λήθη (εκδ. Κέδρος) που έχει μεταφράσει έξοχα ο Γιάννος Πολυκανδριώτης και έχει συνοδεύσει με ένα πολύ κατατοπιστικό επίμετρο ο Λευτέρης Καλοσπύρος. Μετά, να περιμένουν την έκδοση άλλων έργων του Wallace που ήδη μεταφράζονται, ή, εάν ξέρουν αγγλικά, να πέσουν με τα μούτρα στην ανάγνωση/μελέτη του Infinite Jest και του Pale King. Όσο για το κοινό του Wallace, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι ο σκληρός πυρήνας του αποτελείται από φίλους της μυθιστοριογραφίας του Pynchon και του DeLillo, ηλικίας ανάμεσα στα σαράντα και τα πενήντα πέντε. Συνήθως είναι εκλεκτοί, και εκλεκτικοί, βιβλιόφιλοι, και μπορώ να μαρτυρήσω ότι ορισμένοι από αυτούς δεν ακούνε κλασική μουσική και τζαζ, όπως εγώ, αλλά ό,τι πιο θορυβώδες παράγει το Thrash Metal, μπάντες όπως οι System of a Down και οι Slayer, ένα γεγονός που ίσως δεν είναι τόσο ακατανόητο όσο μου φαινόταν στην αρχή.
Ποια διαδικασία ακολουθείτε για τη μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου; Για τη Σκούπα και το σύστημα κάνατε κάτι διαφορετικό;
Διαβἀζω το βιβλίο, μπαίνω στον κόσμο του συγγραφέα, μαθαίνω γι᾽ αυτόν όσα μπορώ, συγκατοικώ νοερά μαζί του, τα λέμε, δειπνούμε, γνωριζόμαστε. Μετά, εξοπλίζομαι με τα απαραίτητα (ίσον: μερικά εκλεκτά λεξικά, καλός καφές από το καφεκοπτείο του Αρμενάκου, τσιγάρα, μολύβια και τετράδια για τις σημειώσεις, Bach από τον Glenn Gould), και στρώνομαι στη δουλειά. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και για τη μετάφραση του Wallace.
Τελικά, ποιο είναι το βασικό, το πιο θεμελιώδες μέρος μιας σκούπας; Οι ίνες ή το σκουπόξυλο;
Όπως μας βεβαιώνει και ο Wittgenstein, αμφότερα. Ανάλογα με την χρήση που έχουμε κατά νου κάθε φορά. Αν είναι να σπάσουμε ένα τζάμι, το σκουπόξυλο. Αν είναι να μαζέψουμε τα γυαλιά, η σκούπα. Επίσης ο Wittgenstein έλεγε: «Από εδώ που είμαστε, να πάμε εκεί που είναι η Απόφαση».
Τι απολαμβάνετε περισσότερο, τη συγγραφή ή τη μετάφραση;
Προφανώς τη συγγραφή. Η δημιουργία από το σχεδόν μηδέν ενός βιβλίου. Αλλά και η μετάφραση δεν πάει πίσω.
Υπάρχει κάποιο «μότο» που ακολουθείτε στη ζωή σας και θα θέλατε να το μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας;
Εδώ και δεκαετίες, ακολουθώ όσο πιο πιστά γίνεται το «μυστικό» που εμπιστεύθηκε ο περιβόητος Γέρος του Βουνού στον πιο πιστό υπασπιστή του, ένα «μυστικό» που ακολούθησαν επίσης ο William S. Burroughs και ο Guy Debord: «Τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα επιτρέπονται».
Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου