Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές / Ξένια Κουναλάκη
Σίγουρα η συλλογή διηγημάτων της Ξένιας Κουναλάκη Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές (εκδόσεις Πόλις, 2016) ξεχώρισε αρκετά τους τελευταίους μήνες: ένα καταπληκτικό εξώφυλλο, ένας πολύ (ωραία) ιδιαίτερος τίτλος, κι ένα βιβλίο που αποδείχτηκε αρκετά γοητευτικό.
Η Ξένια Κουναλάκη είναι σα να τράβηξε τις κουρτίνες του σπιτιού της και να μας άφησε να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Πολλά και μικρά τα διηγήματα, λειτουργούν ως ένα ιδιαίτερο ημερολόγιο σκέψεων και παλιών αναμνήσεων, άλλοτε ονειροπόλα, άλλοτε με χαρακτήρα καπρίτσιου… παρουσιάζουν όμως την Κουναλάκη ως έναν άνθρωπο εξαιρετικά ενδιαφέρων που θα ήθελες σίγουρα να τη γνωρίσεις από κοντά.
Επαγγελματική καθημερινότητα. Μαύροι φόβοι. Ζωή και social media. Σκέψεις πάνω στις ημέρες που άλλαξαν τον κόσμο μας και κλήθηκε να της αντιμετωπίσει δημοσιογραφικά… αλλά και άλλα πολλά. Σε αυτά βέβαια χωράει και η πολιτική, οι σχέσεις, η οικογένεια, οι φίλοι, τα βιβλία που διάβασε και αγάπησε και όχι μόνο, ο εθισμός με τα ρούχα, αλλά και το πώς είναι να προσπαθείς να γράψεις σήμερα κάτι πρωτότυπο και καινοφανές. Η ίδια η ζωή.
Δεν ξέρω αν περισσότερο με αγχώνει που έχω τόσα πολλά αδιάβαστα βιβλία δίπλα μου ή με καθησυχάζει, γιατί αποτελεί μια υπόσχεση αιώνιας νεότητας, μια παράδοξη εξίσωση, αφού έχω τόσα πολλά βιβλία αδιάβαστα, είμαι ακόμη νέα και έχω πολλά χρόνια μπροστά μου να τα διαβάσω. […] Οι δεσμοί αίματος είναι δεσμοί βιβλίων.
Κάθε διήγημα του βιβλίου διαβάζεται πολύ ευχάριστα και γρήγορα, και χάρηκα πολύ που το είχα κοντά μου μια ηλιόλουστη Κυριακή· μου έκανε την καλύτερη παρέα.
Μαζί όμως με τα ωραία και ηλιόλουστα συναισθήματα που μου προκάλεσε ήρθαν και κάποια σημεία του που μου φάνηκαν (ήταν) κάπως υπερβολικά. Όπως όταν περιγράφει πώς πήγε μαζί με το παιδί της στη Νέα Υόρκη και πραγματοποίησαν μαζί το «Μόνος στο σπίτι», βιώνοντας κάθε σκηνή από την γνωστή ταινία: Plaza Hotel, λιμουζίνα με ζεστή πίτσα, κτλ κτλ.«Μαζεύτηκα» όμως και είπα σε μένα «Είναι που δεν έχεις πάει και ζηλεύεις!», αλλά σύντομα περιγράφτηκε ακόμη μια φορά η φημισμένη δεκαετία των παχιών αγελάδων όπου κρύωνες και έμπαινες σ’ ένα Zara και αγόραζες μια ζακέτα βρε αδερφέ, δεν πήγαινες σπίτι να πάρεις αυτή που είχες. Μην είσαι επικριτικός είπα μέσα μου, αλλά μετά ήρθε μια ακόμη σκηνή όπου περιγράφτηκε η επιδρομή μιας κατσαρίδας στο σπίτι. Τι κάνεις; Αφήνεις τα πάντα όπως είναι και πηγαίνεις στο Hilton να περάσεις το βράδυ σου…
Δεν θέλω να φανώ επικριτικός, αλλά όλα αυτά (τα λίγα, βέβαια) μου έριξαν λίγο την ωραία ατμόσφαιρα του βιβλίου, που συνεχίζει να μου αρέσει πολύ, γιατί είναι φρέσκο, μιλάει με μια καθαρότητα που μου αρέσει. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτά που περιέγραψα παραπάνω θα «ενοχλούσαν» τον οποιοδήποτε αναγνώστη. Από την άλλη το να μιλάει κάποιος για πράγματα που έζησε χωρίς να τα υπονομεύει ή να τα περιορίζει είναι αληθινό, είναι κι αυτό μιας μορφής εξομολόγηση με ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση.
Διάβασα ένα ωραίο άρθρο του Τιμ Μπούμερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς, που έλεγε τι ωραία θα ήταν αν μπορούσαμε να καταργήσουμε τις ανούσιες συζητήσεις με τα μικρά και να περνάμε με το που γνωρίζουμε κάποιον, αμέσως στις μεγάλες αλήθειες για τον εαυτό μας και τη ζωή.
Μου έλεγε ένας γνωστός μου, προχωρημένης ηλικίας: «Καμιά φορά ξυπνάω το πρωί, ντύνομαι και δεν έχω πού να πάω.» Μου φαίνεται τρομαχτική αυτή η περιγραφή, η άσκοπη περιπλάνηση στη ζωή. Μερικές φορές μου έρχεται να τους πιάσω από τους ώμους και να τους ταρακουνήσω δυνατά…
Γυναίκα του κόσμου και drama queen ταυτόχρονα, η Ξένια Κουναλάκη προσπάθησε όπως και η ίδια αναφέρει στο τέλος του βιβλίου να επιβάλει τον εαυτό της στους αναγνώστες ως μούσα, το αντίθετο της μούσας δηλαδή, να μιλήσει για εκείνη για να δει μέσα από τα μάτια των άλλων τον ίδιο της τον εαυτό. Το πέτυχε; Νομίζω πως ναι. Διαβάστε το και θα περάσετε καλά. ♦
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Σελίδες: 280 | Τιμή: 12,00€
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου