Ο πότης - Hans Fallada
Έσπρωξε πάλι το γεμάτο ποτήρι συρτά πάνω στον τσίγκινο πάγκο, τα βλέφαρα χαμήλωσαν και πάλι, στράφηκε στον νεαρό της· η καταδίκη μου είχε υπογραφεί. Σήκωσα το ποτήρι, δίστασα λίγο, το κατέβασα μονορούφι. Το κάψιμο έκοβε την ανάσα, στραβοκατάπια, όμως υποχρέωσα το υγρό να κατέβει στο λαρύγγι μου. Το ένιωσα να κυλάει καυτό, καυστικό, οξύ, και το στομάχι μου κατακλύστηκε από ένα ξαφνικό αίσθημα θέρμης, μιας απολαστικής θέρμης. Μου ‘φερε όμως και μια βαθιά αναγούλα, ένα τρέμουλο. «Αυτοί που τρέμουν έτσι είναι οι χειρότερες περιπτώσεις», είπε ο οικοδόμος χαμηλόφωνα· όμως εγώ άκουσα. Κι εκείνη γέλασε σιγανά, μα κι αυτό το άκουσα. Ακούμπησα ένα μάρκο πάνω στον πάγκο κι έφυγα χωρίς να πω λέξη.
Η πείρα μού είχε διδάξει ήδη πως ένα απ’ τα χειρότερα δώρα που επιφυλάσσει το αλκοόλ στον πότη είναι ένα αίσθημα ανασφάλειας: πως οι άλλοι βλέπουν επάνω του ότι κάτι δεν πάει καλά. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, εξετάζεις τα ρούχα σου, κοιτάς ένα ένα τα κουμπιά, αν τα έχεις κουμπώσει, κι όμως: πιωμένος, δεν είσαι ποτέ σίγουρος πως δεν σου ξέφυγε κάτι― κάτι εξόφθαλμο, που κάνει μπαμ στο μάτι, που, όσο και να προσέξεις, θα σου ξεφύγει. Και στα όνειρα έχεις τέτοια συναισθήματα· βλέπεις τον εαυτό σου να κινείται ευδιάθετος και με άνεση σ’ ένα εκλεκτό κοινωνικό περιβάλλον, και ξαφνικά ανακαλύπτεις πως έχεις ξεχάσει να βάλεις παντελόνι. Μ’ ένα λόγο, ένιωσα πολύ ενοχλημένος που με κοίταζαν έτσι, σκέφτηκα μάλιστα πως το μεσημέρι, που το χωριό βούιζε σαν μελίσσι, δεν ήταν η πιο κατάλληλη ώρα να πάω να βρω την ωραία μου. Πήρα ένα παράμερο μονοπάτι, έπεσα ξερός στο χορτάρι κάτω από τη σκιά ενός θάμνου και κοιμήθηκα του καλού καιρού. Ήταν αυτός ο βαθύς, σκοτεινός ύπνος του ποτού, όπου ο άνθρωπος νιώθει πως έχει διαλυθεί εντελώς· ένας θάνατος με προθεσμία λήξης, χωρίς όνειρα, μακριά απ’ το φως κι απ’ τη ζωή. Τέτοιον ύπνο φέρνει το μεθύσι.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη σε μετάφραση της Έμης Βαϊκούση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου